Τοῦ Δημήτρη Νατσιοῦ
Ἀποχωροῦν κάποιοι παλιοὶ δάσκαλοι – πρωτοβάθμιας ἢ δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης, δὲν ἔχει σημασία – καὶ ὀρθῶς διοργανώνονται τιμητικὲς ἐκδηλώσεις, γιὰ νὰ βραβευτοῦν κυρίως τὸ ἦθος καὶ ἡ συνέπειά τους. Ἀνήκουν στὴν γενιὰ ἐκείνων τῶν δασκάλων ποὺ ἔζησαν τὴν ἑξαήμερη διδασκαλία, τὴν ἀπογευματινὴ βάρδια, τὸ ὑποχρεωτικὸ κουστούμι, τὸν ἐκκλησιασμό, τὸν αὐστηρὸ ἔλεγχο ἑνὸς συνήθως βλοσυροῦ ἐπιθεωρητῆ, τὴν αὐταρχικότητ α τῶν προϊσταμένων.
Οἱ παλιοὶ δάσκαλοι, συνταξιοῦχοι πιά, κρατοῦσαν στὸ ἕνα χέρι τὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὸ ἄλλο τὸν Ὅμηρο, μιλοῦσαν στοὺς μαθητές τους γιὰ γλῶσσα, πατρίδα καὶ πίστη, ἔβλεπαν τὸν ἑαυτὸ τους θεματοφύλακα τῆς ἑλληνικῆς παράδοσης, ἀπὸ τὸν τρωικὸ πόλεμο καὶ τὸν Νικηφόρο Φωκὰ ἕως τὸν Καραϊσκάκη.
Ὁ δάσκαλος αὐτὸς δὲν γνώριζε πολλὰ πράγματα ἀπὸ τὸ τί γινότανε ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορα τοῦ Ἔθνους, οὔτε ξένες γλῶσσες καὶ ὑπολογιστές, κατεῖχε ὅμως τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ καὶ τὴν ἐθνική μας ἱστορία καὶ μετέδιδε τὴ φλόγα τῆς ψυχῆς του, πολλὲς φορὲς μὲ πολλὴ ρητορική, ἀλλὰ πάντοτε μὲ ἐντιμότητα, φιλότιμο καὶ εὐθύνη.
Τὸν τύπο αὐτὸ τοῦ Ἕλληνα λογίου καὶ δασκάλου, τὸν εἰρωνεύτηκε, τὸν πολέμησε καὶ τὸν κλόνισε στὴν ψυχὴ τοῦ Ἔθνους ἡ λεγόμενη προοδευτικὴ διανόησις. Μὲ τὶς ἀπανωτὲς ἐκπαιδευτικὲς μεταρρυθμίσεις, ἀναπτερώσεις, ἀναγεννήσεις, ὁ παλιὸς ἐκεῖνος δάσκαλος, ἔφυγε λοιδωρημένος καὶ συκοφαντημένος, γιατὶ δῆθεν ἐκπροσωποῦσε τὸ πνεῦμα μιᾶς συντηρητικῆς ἐποχῆς.
Ἔφυγε καὶ στὴ θέση του ξεφύτρωσε ἕνας νέου τύπου δασκάλος. Ὁ νέος κοπῆς δάσκαλος ἀπολαμβάνει πρωτοφανῆ προνόμια καὶ εὐκολύνσεις. Διδάσκει 15 ἕως 20 ὧρες τὴν ἑβδομάδα. Ἂν θέλει μπορεῖ καὶ νὰ μὴν διδάσκει. Καὶ πάλι δάσκαλος καὶ καθηγητὴς λέγεται. Δὲν ἐλέγχεται ἀπὸ κανέναν,γιατὶ ἔτσι θὰ παραβιαστοῦν τὰ κεκτημένα του. Τὸν μπουκώνουν μὲ νέες ἐκπαιδευτικὲς μεθόδους, τοῦ φορτώνουν καινούργια ἀναλυτικὰ προγράμματα, τοῦ ἀλλάζουν βιβλία καὶ στὸ τέλος τὰ βαριέται ὅλα, βαριέται καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ νὰ γλιτώσει γίνεται συνδικαλιστής. Καὶ πάλι δάσκαλος λέγεται.
Ὁ παλιὸς δάσκαλος ἔπρεπε νὰ ἀναμετρηθεῖ μὲ μία δύσκαμπτη γλῶσσα (καθαρεύουσα),
νὰ διδάσκει «Ἀναγνωστικά», στὰ ὁποῖα ἔλαμπαν κείμενα λογοτεχνῶν, οἱ ὁποῖοι ἀντιπροσώπευαν ὅ,τι ἐκλεκτότερο εἶχε νὰ παρουσιάσει ἡ πνευματικὴ φύτρα τοῦ ἔθνους. Πέρασαν ἀπὸ τὰ σχολεῖα κλασσικοὶ φιλόλογοι, διαμάντια καὶ κοσμήματα τῆς ἐκπαίδευσης, ποὺ ἔπιαναν τὰ ἀρχαῖα κείμενα καὶ τὰ ἀρωμάτιζαν μὲ τὸ ταλέντο καὶ τὴ γνώση τους.
Ἄσπριζαν τὰ μαλλιὰ τῶν παλιῶν δασκάλων μέσα στὴν τάξη, μετάγγιζαν τὴν πολύτιμη ἐμπειρία τους στοὺς νεότερους.
Ὅσο βαστοῦσε ὁ τύπος τοῦ παλιοῦ δασκάλου ἔβγαιναν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο βιβλία γιὰ τὴ γραμματεία καὶ τὴν ἱστορία τοῦ Γένους.
Τώρα οἱ νέοι δάσκαλοι, μὲ μεταπτυχιακὰ καὶ διδακτορικά, μὲ σπουδὲς στὸ ἐξωτερικό, γράφουν καὶ συρράφουν σωρὸ τὶς πραγματεῖες γιὰ ψυχολογίες νηπίου, παιδιοῦ, ἐφήβου, γιὰ διδακτικὲς μεθόδους∙ βρίθει ἡ ἀγορὰ ἀπὸ βοηθήματα, παραβοηθήματα καὶ λοιπὲς βαθυστόχαστες κοτσάνες,γιὰ κάθε εἴδους μάθημα. Γράφουν κι ἂς μὴν ἔχουν πατήσει πολλὲς φορὲς τὸ ποδάρι τους στὴν τάξη. Καὶ πάλι δάσκαλοι λέγονται. Ὁ νέος δάσκαλος διδάσκει «βιβλία γλώσσας», ποὺ περιέχουν κείμενα ἀναιμικά, ἄνυδρα, ἀνόητα ποὺ θὰ ἔκαναν τοὺς παλαιοὺς δασκάλους νὰ ντρέπονται, γιατὶ αὐτοὶ ἤξεραν τί εἶναι ἡ πνευματικὴ ἐντιμότητα. Οἱ παλαιοὶ δάσκαλοι «συνομιλοῦσαν» μὲ τὸν τὸν Σολωμό, τὸν Παλαμᾶ, τὸν Ὅμηρο, τὸν Μέγα Βασίλειο, καμάρωναν γιὰ τὴν προίκα τῶν προγόνων τους.
Μὲ τέτοια τιμαλφῆ κείμενα φεγγοβολοῦσε ἡ τάξη καὶ γινόταν «ὁ δάσκαλος ποιητὴς καὶ τὰ βιβλία νὰ εἶναι σὰν κρίνα» (Παλαμᾶς). Ὁ νέος δάσκαλος, «χωρὶς περίσκεψιν, χωρὶς λύπην, χωρὶς αἰδῶ» διδάσκει ὁ ταλαίπωρος, συνταγὲς μαγειρικῆς. Καὶ κάθεται καὶ ἀπελπίζεται καὶ μουρμουρίζει κάτι γιὰ «μακαρόνια μὲ κιμά» καὶ ἀναλύει, ὄχι τὰ ἐξαίσια τοῦ Σολωμοῦ, ἀλλὰ «ὁδηγίες χρήσης καφετιέρας».
Ἀνέχεται, ὑπομένει «ἀγογγύστως» ὁ νέος δάσκαλος, νὰ διδάσκει τέτοιες τιποτένιες, ψυχοφθόρες «γρατσουνιές», νὰ μεταβάλλει τὴν αἴθουσα σὲ καπηλειό, σὲ κουζίνα ἑστιατορίου. Θίγεται ἡ ἀξιοπρέπεια, ἡ νοημοσύνη τοῦ νέου δασκάλου, τὸν ἰδεοπειθαναγκάζουν νὰ σκέφτεται μέτρια καὶ νὰ «παιδαγωγεῖ» μὲ νερόβραστες κειμενόφουσκες, ποὺ συνιστοῦν ἀπροκάλυπτα προπαιδεία καταναλωτισμοῦ καὶ ἀποχαύνωσης, καὶ τίποτε δὲν κάνει. Φοβᾶται τὶς συνέπειες. Ὁ νέος δάσκαλος, ἔγινε «ἐμψυχωτής», διασκεδάζει τοὺς μαθητές, παίζει τὸν ἴδιο ρόλο ποὺ ἔχει ἡ τηλεόραση στὴ
μέση του σαλονιοῦ, μιὰ ἀέναη παρέλαση εἰκόνων ἀπὸ τὶς ὁποῖες δὲ βγαίνει κανένα νόημα.
Καὶ ἀντὶ «νὰ τὸν πιάσει τὸ ἑλληνικό του» (Μυριβήλης) «τζαλαπατώντας» τὴν βλακεία, κάθεται καὶ αὐτοεξευτελίζεται καὶ καταπίνει τὴν προσβολή. Καὶ ἀνέχεται νὰ τὸν προσφωνοῦν δάσκαλο. Οἱ παλιοὶ δάσκαλοι στηριγμένοι στὰ ἑλληνικὰ κείμενα, κείμενα γεμάτα δροσιὰ καὶ εὐφυΐα, γινωμένα ἀπὸ μάστορες τοῦ λόγου, προσπαθοῦσαν νὰ μάθουν στὰ ἑλληνάκια ὅτι ἐλευθερία σημαίνει χρέος, εὐθύνη καὶ θυσία. Μιλοῦσαν γιὰ πρόοδο, γιατὶ ἤξεραν ὅτι αὐτὴ καρποφορεῖ μόνο ὅταν τρέφεται μὲ τὸ λίπασμα τῆς παράδοσης. Ἦταν κακοπληρωμένος ὁ παλιὸς δάσκαλος, καὶ δὲν βαρυγκομοῦσε, τὸν φτέρωνε τὸ αἴσθημα τοῦ χρέους καὶ ὄχι ἡ λογικὴ τῆς τσέπης. Οἱ παλιοὶ δάσκαλοι, ὅταν περνοῦσαν ἀπὸ τὰ μαγαζιά, ἔβγαιναν ἔξω οἱ ἄνθρωποι καὶ τοὺς χαιρετοῦσαν μὲ σεβασμό: «Καλησπέρα δάσκαλε» καὶ οἱ γονιοί μας τὸ ἴδιο, ὅταν κάθονταν τὰ καλοκαιρινὰ βραδάκια στὰ στέκια τῆς πλατείας, σηκώνονταν καὶ τοὺς προσκαλοῦσαν μὲ χαρά: « Ἔλα δάσκαλε, νὰ πάρεις κάτι μαζί μας».
Καὶ τώρα, τὸν νέο δάσκαλο, τὸν λένε μίζερο καὶ πενταροκυνηγό. Δὲν τὸν σέβονται, τὸν λένε δημόσιο ὑπάλληλο, γιατὶ δέχεται γονατισμένος ὅλες τὶς ταπεινώσεις καὶ ξέρει μόνο νὰ ἔχει διεκδικήσεις καὶ νὰ πολιτικολογεῖ.
Ὁ νέος δάσκαλος, ἀντὶ νὰ γεμίζει τὴν ψυχὴ τῶν παιδιῶν του μὲ φιλοπατρία καὶ Χριστό, πρωτοπορεῖ στὴν κατεδάφιση τῶν ἀξιῶν. Τὸν ἐνοχλεῖ ἡ πρωινὴ προσευχή – τὴν βαριέται. Πρωτοστατεῖ στὸν «ἱερό» ἀγῶνα νὰ καταργηθοῦν οἱ παρελάσεις. Ἔγινε φίλος μὲ τοὺς μαθητὲς – γιὰ νὰ κρύψει, πολλὲς φορές, τὴν ἀσχετοσύνη του. Κατακρεουργεῖ τὴν γλῶσσα –τὴν ἀγνοεῖ καὶ γιατὶ ἔτσι νομίζει πὼς εἶναι δημοκρατικός. Διαπληκτίζεται μὲ καδρόνια στὶς ἀστεῖες ἀπεργίες τῶν 10 εὐρώ.
Ξέπεσε ἀπὸ τὸ βάθρο τοῦ δασκάλου καὶ νομίζει ὁ καημένος πὼς εἶναι ἀκόμη δάσκαλος.
Ποῦ εἶναι ὁ παλιὸς ὁ δάσκαλος νὰ βροντοφωνάξει «δὲν θέλω γῶ καινούργια, ξένα δῶρα, παλιά, δικά μου πλούτη σοῦ ζητῶ». Ποῦ εἶναι ὁ παλιός, ὁ λησμονημένος δάσκαλος, γιὰ νὰ ἀνασύρει ἀπὸ τὴ σκονισμένη βιβλιοθήκη τὰ «Πατερικὰ Κείμενα» καὶ νὰ διαβάσει, στοὺς νέους δασκάλους,τὴν παραίνεση τοῦ μεγαλύτερου Δασκάλου τῶν δασκάλων, τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου.
«Τὸ πρότυπο τοῦ βίου νὰ εἶσαι ἐσύ∙ νὰ προβάλλεις σὰν εἰκόνα, σὰν ζωντανὸς νόμος, σὰν κανόνας καὶ ὁρόσημο ὑποδειγματικῆς ζωῆς. Τέτοιος πρέπει νὰ εἶναι ὁ δάσκαλος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου